-
1 παιωνίζω
A chant the paean or song of victory, SIG57.8, al. (Milet., v B. C.), GDIiv p.884 ([place name] Erythrae), Hdt.5.1, Ar.Eq. 1318, Pax 555, Th. 1.50 ([voice] Pass.), X.An.6.1.5, D.C.43.37, etc.;π. ἐπὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων συμφοραῖς D.18.287
: c. acc. cogn., sing in triumph,ὀλολυγμὸν ἱρὸν.. παιώνισον A.Th. 268
(v.l. παιάνισον).II honour with paeans, τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιωνίζονται ([voice] Med.) Philostr.VA5.4:— [voice] Pass., οὐδὲ παιωνίζεται (sc. ὁ Θάνατος) A.Fr.161.3. (The [dialect] Att. and [dialect] Ion. form παιων- is found in most codd. of ll. cc. and of Th.2.91, 4.43,al.; παιαν- in X.Smp.2.1, Pl.Ax. 365b, Plb.3.43.8.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιωνίζω
См. также в других словарях:
παιωνίζω — (Α) [παιών] 1. ψάλλω παιάνα ή επινίκιο ύμνο, παιανίζω 2. τιμώ κάποιον ψάλλοντας παιάνα («τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιωνίζονται», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek